ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ
1- Άνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν: πολλῶν δ᾿ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω, πολλὰ δ᾿ ὅ γ᾿ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν, | Τον άντρα, Μούσα, τον πολύτροπο τραγούδα μου, που πλήθος διάβηκε τόπους, αφού πάτησε της Τροίας το κάστρο το άγιο, και πολιτείες πολλές εγνώρισε, πολλών βουλές ανθρώπων, κι αρίφνητα τυράννια ετράβηξε στα πέλαγα η καρδιά του, |
5 Ἀ ἀρνύμενος ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων. ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ὣς ἑτάρους ἐρρύσατο, ἱέμενός περ: αὐτῶν γὰρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο, νήπιοι, οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος Ἠελίοιο ἤσθιον: αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ | για να σωθεί κι αυτός παλεύοντας και πίσω τους συντρόφους να φέρει᾿ κι όμως δεν τους γλίτωσε, κι ας το ποθούσε τόσο’ τι από τις ίδιες τους εχάθηκαν τις ανομιές εκείνοι — οι ανέμυαλοι, που τ᾿ ουρανόδρομου τα βόδια έφαγαν Ήλιου, κι αυτός τη μέρα τους αρνήστηκε του γυρισμού. Για τούτα |
10 τῶν ἁμόθεν γε, θεά, θύγατερ Διός, εἰπὲ καὶ ἡμῖν. ἔνθ᾿ ἄλλοι μὲν πάντες, ὅσοι φύγον αἰπὺν ὄλεθρον, οἴκοι ἔσαν, πόλεμόν τε πεφευγότες ἠδὲ θάλασσαν: τὸν δ᾿ οἶον νόστου κεχρημένον ἠδὲ γυναικὸς νύμφη πότνι᾿ ἔρυκε Καλυψὼ δῖα θεάων | και μας για λέγε, κάπου αρχίζοντας, κόρη θεϊκιά του Δία. Όσοι Αχαιοί είχαν απ᾿ το θάνατο τον άξαφνο γλιτώσει βρίσκονταν σπίτια τους, του πελάγου καί της σφαγής σωσμένοι’ μονάχα αυτόν᾿ που τη γυναίκα του ποθούσε και τη γη του, η Καλυψώ η θεά, η πανέμνοστη τον έκρυβε νεράιδα |
15 ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι, λιλαιομένη πόσιν εἶναι. ἀλλ᾿ ὅτε δὴ ἔτος ἦλθε περιπλομένων ἐνιαυτῶν, τῷ οἱ ἐπεκλώσαντο θεοὶ οἶκόνδε νέεσθαι εἰς Ἰθάκην, οὐδ᾿ ἔνθα πεφυγμένος ἦεν ἀέθλων καὶ μετὰ οἷσι φίλοισι. θεοὶ δ᾿ ἐλέαιρον ἅπαντες | στις θολωτές σπηλιές της, θέλοντας να τον κρατήσει γι᾿ άντρα.. Όμως τα χρόνια πια σα γύρισαν κι ήρθε ο καιρός που του ‘χαν κλώσει οι θεοί να ιδεί το σπίτι του φτασμένος στην Ιθάκη, ουδέ κι εκεί μαθές του απόλειψαν οι αγώνες, κι ας βρισκόταν μες στους δικούς του πια. Κι οι αθάνατοι τον συμπονούσαν όλοι, |
20 νόσφι Ποσειδάωνος: ὁ δ᾿ ἀσπερχὲς μενέαινεν ἀντιθέῳ Ὀδυσῆι πάρος ἣν γαῖαν ἱκέσθαι. ἀλλ᾿ ὁ μὲν Αἰθίοπας μετεκίαθε τηλόθ᾿ ἐόντας, Αἰθίοπας τοὶ διχθὰ δεδαίαται, ἔσχατοι ἀνδρῶν, οἱ μὲν δυσομένου Ὑπερίονος οἱ δ᾿ ἀνιόντος, | εξόν τον Ποσειδώνα, που άπαυτα του θεϊκού Οδυσσέα θυμό κρατούσε, στην πατρίδα του πριχού διαγείρει πίσω. Μα τότε αυτός για τους απόμακρους Αιθίοπες είχε φύγει, για τους Αιθίοπες, που στην τέλειωση του κόσμου χώρια ζούνε, μισοί στου Ήλιου τα βασιλέματα, μισοί στ᾿ ανάτελά του, |
25 ἀντιόων ταύρων τε καὶ ἀρνειῶν ἑκατόμβης. ἔνθ᾿ ὅ γ᾿ ἐτέρπετο δαιτὶ παρήμενος: οἱ δὲ δὴ ἄλλοι Ζηνὸς ἐνὶ μεγάροισιν Ὀλυμπίου ἁθρόοι ἦσαν. τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε: μνήσατο γὰρ κατὰ θυμὸν ἀμύμονος Αἰγίσθοιο, | κι εκεί τρανές θυσίες του πρόσφερναν από κριγιούς και ταύρους᾿ κι αυτός καθούμενος ευφραίνουνταν. Οι αθάνατοι οι άλλοι ωστόσο στου ολύμπιου Δία το αρχοντοπάλατο βρίσκονταν μαζεμένοι. Πρώτος μιλούσε των αθάνατων και των θνητών ο κύρης, καθώς τον Αίγιστο τον άψεγο θυμήθη, που εσκοτώθη |
30 τόν ῥ᾿ Ἀγαμεμνονίδης τηλεκλυτὸς ἔκταν᾿ Ὀρέστης: τοῦ ὅ γ᾿ ἐπιμνησθεὶς ἔπε᾿ ἀθανάτοισι μετηύδα: «ὢ πόποι, οἷον δή νυ θεοὺς βροτοὶ αἰτιόωνται: ἐξ ἡμέων γάρ φασι κάκ᾿ ἔμμεναι, οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ σφῇσιν ἀτασθαλίῃσιν ὑπὲρ μόρον ἄλγε᾿ ἔχουσιν, | απ᾿ τον Ορέστη, του Αγαμέμνονα το γιο τον ξακουσμένο. Αυτόν θυμήθη τότε κι έλεγε στους αθανάτους μέσα: «Πωπώ, με τους θεούς τα βάζουνε πάντα οι θνητοί, πως τάχα τις συφορές εμείς τους στέλνουμε᾿ μα κι οι αδικίες τους είναι που πάνω απ᾿ το γραφτό σε βάσανα τους ρίχνουν κοίτα τώρα |
35 ἡ ὡς καὶ νῦν Αἴγισθος ὑπὲρ μόρον Ἀτρεί̈δαο γῆμ᾿ ἄλοχον μνηστήν, τὸν δ᾿ ἔκτανε νοστήσαντα, εἰδὼς αἰπὺν ὄλεθρον, ἐπεὶ πρό οἱ εἴπομεν ἡμεῖς, Ἑρμείαν πέμψαντες, ἐύσκοπον ἀργεϊφόντην, μήτ᾿ αὐτὸν κτείνειν μήτε μνάασθαι ἄκοιτιν: | τον Αίγιστο, δικό του που έκανε του γιου του Ατρέα το ταίρι χωρίς γραφτό του να ‘ναι, κι έσφαξε στο γυρισμό κι εκείνον, τον ίδιο του χαμό κι ας ήξερε᾿ τι του ‘χαμε μηνύσει πιο πριν με τον Ερμή, τον ξάγρυπνον αργοφονιά, και κείνον να μη σκοτώσει και το ταίρι του να μη ζητάει να πάρει’ |
40 ὣ ἐκ γὰρ Ὀρέσταο τίσις ἔσσεται Ἀτρεί̈δαο, ὁππότ᾿ ἂν ἡβήσῃ τε καὶ ἧς ἱμείρεται αἴης. | τι θα ‘ρθει απ᾿ τον Ορέστη η εγδίκηση για τον υγιό του Ατρέα, μόλις αντρειέψει και στον τόπο του ποθήσει να διαγείρει. |