Όλαις οι Μάνναις τα Παιδιά – 1500s?
Όλαις οι μάνναις τα παιδιά, όλαις ευκαίς τους δίνουν, και μια μάννα, κακή μάννα το γιο της καταρειέται. Διώξε με, μάννα, διώξε με, με ξύλα με λιθάρια, για να με πάρη το κακό κ’ η εντροπή του κόσμου, να σφίξω τα ματάκια μου, να φύγω από μπροστά σου. Να πάω κ’ εγώ με τα πουλιά και με τα χελιδόνια, τα χελιδόνια να γυρνούν κ’ εγώ να μη γυρίζω. Θα κάμης χρόνους να με ιδής, καιρούς να μ’ απάντησης. Θά ρθουνε, μάννα μου, οι γιορταίς, οι μεγαλοβδομάδες, θα πάς μέσα ‘ς την εκκλησιά με την καρδιά καμένη, θα ιδής τοις νιαις, θα ιδής τους νιους, θα ιδής τα παλληκάρια, και θα στραφής “ς τη μια μεριά, και θα στραφής ‘ς την άλλη, θα βρης τον τόπο μου αδειανό και ‘ς το στασίδι μου άλλον, θα σ’ έρθη δίψα ‘ς την καρδιά και κάψα μέσ’ ‘ς ταχείλι, θα θολωθούν τα μάτια σου τηράγοντα τοις στράταις, και θα στεγνώση η γλώσσα σου ρωτώντας τους διαβάταις: “Διαβάταις, πού δαιβαίνετε, περάταις, πού περνάτε, μην είδετε το γιούλη μου, το μοναχό παιδί μου; -Κι’ ανίσως κι’ αν τον είδαμε, μαύρη ορφανή μαννοϋλα, πούθε να τον γνωρίσουμε; για πες μας τα σημάδια. -Ψηλό λιγνό έχει το κορμί, ίσιο σαν κυπαρίσσι, σα δυο βουνά είναι οι πλάταις του, σαν κάστρο η κεφαλή του, σα νερατζούλα φουντωτή φουντώνουν τα μαλλιά του. -Εψές προψές τον είδαμε ‘ς τον άμμο ξαπλωμένο, είχε τα θύκια πάπλωμα και τους αφρούς σεντόνι, τα χοχλιδάκια του γιαλού είχε για προσκεφάλι. Μαύρα πουλιά τον τρώγανε κι’ άσπρα τον τριγυρίζαν, κ’ ένα πουλί, καλό πουλί με τα φτερά ασημένια, σαν άνθρωπος εδάκρυζε και τον μοιρολογούσε. “Πού είναι, ξένε μ’, η μάννα σου και που είναι κ’ η καλή σου, να κλάψουνε τα νιάτα σου να σιάσουν το κορμί σου;” Και κείνος αποκρίθηκε με τα ψημένα χείλη. “Φάγε και συ, καλό πουλί, απ’ αντρειωμένου πλάταις, φάγε από πόδια γλήγορα και χέρια προκομμένα, φάγε, πουλί, απ’ τη νιότη μου, φάγε κι’ απ’ την αντρεία μου, φάγε κι’ απ’ τη γλωσσούλα μου την αηδονολαλούσα, οπού την είχαν τα πουλιά σκοπό και κελαϊδούσαν. -Δε θέλω γω απ’ τη νιότη σου κι’ ούτε κι’ απ’ την αντρεία σου, ούτε κι’ από τη γλώσσα σου την αηδονολαλούσα, οπού την είχαν τα πουλιά σκοπό και κελαϊδούσαν, γιατί είμαι από τον τόπο σου κι’ από τη γειτονιά σου. -Μα αν είσαι από τον τόπο μου κι’ από τη γειτονιά μου, χαμπήλωσ’ τοις φτερούγαις σου τρία λόγια να σου γράψω, το να να πας της μάννας μου, τάλλο της αδερφής μου, το τρίτο το φαρμακερό να πας της ποθητής μου. Να το διαβάζη η μάννα μου, να κλαίη η αδερφή μου, να το διαβάζη η αδερφή, να κλαίη η ποθητή μου, να το διαβάζη η ποθητή, να κλαίη ο κόσμος όλος.” |
“All Mothers to their Children”
All mothers to their children, give them their blessings, but one mother, a wicked mother curses her own son. “Send me away, mother, send me with sticks with stones, so evil can take me and make me the shame of the world, I’ll close eyes tightly, and not be in your presence. I’ll go be with the birds, I’ll go be with the swallows; the swallows may return, but I will not return. You’ll not see me for years, and ages before you answer. Feast-days will come, mother, the holy weeks of celebration, you’ll go to church, but your heart’ll be a-singed, you’ll see the lasses, the lads, the young men in their prime you’ll turn this way, you’ll turn the other, you’ll find my place empty and in my seat another, parch will come to your heart, and to your lips the scorch, your eyes will turn cloudy for staring at the footpaths, your tongue will dry asking the passersby: “Travelers, who have gone, passersby who have traveled, have you seen my sweet son, the only son of mine?” “And if we saw him, dark orphaned mother, how’d we know him? tell us the signs.” “He’s tall and thin, straight like a cypress tree, With shoulders like two mountains, a head like a castle’s, his hair in tufts like those of the bitter orange tree.” “Yesterday, the other day, we saw him laid out on the sand, With seaweed for his bedspread, and seafoam for his sheets, and the urchins of the sea, he had for his own pillow. Blackbirds were eating him, while white birds circled over, and one bird, a good bird whose wings resembled silver, was weeping like a man, was singing him the dirges.” “Where’s your mother, stranger, where’s your sweetheart, to mourn your lost youth, your body to make healthy?” The answer that he gave, he gave with salt-parched lips. “Have your fill, good bird, eat of my manly shoulders, eat of my quick feet and of my accomplished arms, eat, bird, of my youth, feast on my courage, feast also on my tongue that’s sweet like a nightingale’s that birds used as a tune, to tune their singing.” “I don’t want of your youth, nor of your courage, not even of your tongue that’s like a nightingale’s, that birds used for a tune, to tune their own singing, I am from your homeland, from your own town.” “If you’re from my own parts, from my own town, lower your wings, three words for me to write, one to bring my mother, the other to my sister, the third, the bitterest, will be for my sweetheart. So my mother can read, my sister can mourn, so my sister can read, and my sweetheart can mourn, my sweetheart can read, and the whole world mourn. “ |